-
1 μετανάστασις
A migration, in pl., Hp.Aër.20, Th.1.2, 2.16, X.Mem.3.5.12, Str.3.4.19: sg., of the soul, Ph.1.91: metaph.,μεταναστάσεις τῆς γνώμης Procop.Arc.22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετανάστασις
См. также в других словарях:
μετανάστασις — μετανάστασις, ἡ (Α) [ματανίστημι] 1. μετοίκηση από έναν τόπο σε άλλο («πολλῶν μεταναστάσεων ἐν τῇ Ἑλλάδι γεγονυιῶν», Ξεν.) 2. μτφ. μεταβολή, αλλαγή («μεταναστάσεις τῆς γνώμης», Προκ.) 3. μτφ. κατάλυση, εξαφάνιση, ανατροπή, συντριβή («ἀπείκασεν … Dictionary of Greek